-
1 πράκτωρ
πράκτωρ, ορος, ὁ, poet. statt πρακτήρ, Thäter, Vollbringer; Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ, Soph. Trach. 250. – Bes. der eine schuldige Buße, Sühne eintreibt; αἵματος, Rächer, Aesch. Eum. 309; πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι, Ag. 111, φόνου ποτ' αὐτὸν πράκτορ' ἵζεσϑαι πατρός, Soph. El. 941; auch in Prosa, τῶν ἀκουσίων, Antiph. 3 β 6. 6, 49. – In Athen eine Obrigkeit, welche die Eintreibung der Abgaben und Steuern zu besorgen hatte, Dem. 25, 28 u. A.; vgl. Böckh Staatshaush. p. 167. 403.
См. также в других словарях:
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
невольныи — (79) пр. 1.Лишенный желаний, не обладающий волей: си ѹбо. хс҃вѣ дъвѣ ѥстьствѣ чьтѹть. и ѥдинъ съставъ. невольнѹ же и недѣтельнѹ. мысльно д҃шевьнѹю г҃ню плъть проповѣдающе быти. (ἀϑέλητον) КЕ XII, 273а. 2. Непреднамеренный, совершенный без умысла … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
ναρκοσύνθεση — η (ψυχιατρ.) η χρησιμοποίηση τής εξαφάνισης τών εκούσιων ή ακούσιων ψυχικών αναστολών και τής ελευθέρωσης ιδεών και αισθημάτων, οι οποίες επιτυγχάνονται με την ναρκοανάλυση*, για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek